- μουσιώ
- μουσιῶ, -όω και μουσιώνω (Μ) [μουσίον]διακοσμώ κάτι με ψηφίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσίωμα — μουσίωμα, τὸ (Μ) [μουσιώ] ψηφιδωτό … Dictionary of Greek
μουσίωσις — μουσίωσις, ἡ (Α) [μουσιώ] η τοποθέτηση τών ψηφίδων τού μωσαϊκού … Dictionary of Greek
μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… … Dictionary of Greek